Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

преступления - του εγκλήματος

  • 1 раскрытие

    1. (открывание чего-л.) το άνοιγμα, η διάνοιξη
    - скобок η αφαίρεση/το άνοιγμα της παρένθεσης
    2. юр. η αποκάλυψη 3. (объяснение скрытого, внутреннего смысла чего-л.) η αποκάλυψη, η επεξήγηση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раскрытие

  • 2 состав

    1. (совокупность частей, предметов, образующих сложное целое) η σύνθεση, η διάρθρωση 2. (определённый анализом) το περιεχόμενο 3. (специальная смесь, раствор, соединение) το μ(ε)ίγμα 4. (поездной) η αμαξοστοιχία
    ο συρμός
    разг. το τρένο
    5. грам. το σύνολο 6. (коллектива, организации) το προσωπικό 7. (преступления) το σώμα (του εγκλήματος).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > состав

  • 3 место

    -а, πλθ. места, мест ουδ.
    1. τόπος, μέρος• χώρος•

    рабочее место τόπος της δουλειάς•

    общественное место δημόσιος χώρος•

    место назначения τόπος προσδιορισμού•

    место рождения τόπος γένησης•

    глухое место έρημο (απόκεντρο) μέρος•

    прибыть на место φτάνω στο μέρος.

    2. θέση•

    уступить место παραχωρώ τη θέση•

    положить на место βάζω στη θέση.

    || θέση υπηρεσιακή•

    быть без -а είμαι χωρίς θέση.

    3. περικοπή, περίοδος, χωρίο.
    4.πλθ. επαρχία, ύπαιθρος• περιφέρεια.
    5. βαθμίδα•

    занимать первое место в соревновании παίρνω την πρώτη θέση στην άμιλλα.

    6. αντικείμενο, πράγμα αποσκευών.
    εκφρ.
    место заключения – τόπος εγκάθειρξης, φυλακή•
    к -у ή у -а – πάνω στην ώρα, στον κατάλληλο χρόνο ή στιγμή•
    не к -у ή не у -а – σε ακατάλληλη ώρα σε ακατάλληλο τόπο και χρόνο•
    на своём -е – στη θέση του (όπου μπορεί να αποδόσει περισσότερο)•
    на -е преступления – στον τόπο του εγκλήματος, επ αυτοφόρω, στα πράσα•
    на -е кого – στη θέση κάποιου•
    на -е уложить (положить, убить) φονεύω επι τόπου•
    поставить на (своё) место кого ή указать место кому – βάζω κάποιον στη θέση του (επιτ ιμώ παρεκτρεπό-μενο)•
    сердце (душа) не на -е – σπάραξε η καρδιά (από φόβο)•
    не находить (себе) -а – δε με χωρά ο τόπος (ανησυχώ υπερβολικά)•
    с -а (брать, взять) – αμέσως, χωρίς καθυστέρηση•
    ни с -а – α) ούτε ρούπι, καθόλου μην (το κουνήσεις), β) μτφ. σημειωτό βήμα, στάσιμος•
    по -ам! – (παράγγελμα) στις θέσεις σας!•
    - а общего пользования – μέρη κοινής χρήσης (κουζίνα, αφοδευτήρια κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > место

  • 4 раскрытие

    ουδ.
    1. άνοιγμα•

    раскрытие окна άνοιγμα του παραθύρου•

    раскрытие парашюта άνοιγμα του αλεξίπτωτου.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) αποκάλυψη, ξεσκέπασμα• φανέρωση•

    раскрытие преступления αποκάλυψη του εγκλήματος.

    Большой русско-греческий словарь > раскрытие

  • 5 место

    мест||о
    с
    1. ὁ τόπος, ὁ χώρος, τό μέρος / ἡ θέση [-ις] (тж. в театре)/ ἡ τοποθεσία (тк. местность):
    рабочее \место ὁ τόπος ἐργασίας· \место отдыха ὁ τόπος ἀνάπαυσης· \место происшествия ὁ τόπος ὀπου συνέβη κάτι· \место назначения ὁ τόπος προορισμού· \место рождения ὁ τόπος γεννήσεως· родные \местоа ἡ πατρίδα, τά πατρικά χώματα· живописные \местоа γραφικές τοποθεσίες· голое \место γυμνός τόπος· бесплатные \местол οἱ δωρεάν θέσεις· общественные \местоа οἱ δημόσιοι χώροι· уступить \место кому́-л. παραχωρώ τή θέση μου σέ κάποιον занимать \место а) (в пространстве) πιάνω τόπον, б) (в театре и т. ἡ.) πιάνω θέση· на \местоеч ἐπί τόπου· по \местоам1 (команда) λάβετε θέσεις!· с \местоа на \место ἀπό τό ἕνα μέρος στό ἄλλο·
    2. (в книге и т. ἡ.) τό χωρίον
    3. (должность, служба) ἡ θέση[-ις]. ἡ ὑπηρεσία, τό πόστο:
    получить хорошее \место διορίζομαι σέ καλή θέση·
    4. (багажное) τό δέμα ἀποσκευών ◊ детское \место анат. τό ὕστερο[ν], τό ἀκόλουθο· общее \место ἡ κοινοτοπία· больное \место перен τό εὐαίσθητο σημείο, τό 'αδύνατο μέρος· отхо́жее \место ὁ ἀπόπατος, τό ἀποχωρητήριο· \место заключения ἡ είρκτή, ἡ φυλακή· иметь \место συμβαίνω, λαμβάνω χὠ-ραν не находить себе \местоа δέν μέ χωρεί ὁ τόπος· знать свое \место ἔχω τό γνώθι σαὐ-τόν поставить кого́-л. на \место βάζω κάποιον στή θέση του· на моем \местое στή θέση μου· на \местое преступления στον τόπο τοῦ ἐγκλήματος, ἐπ' αὐτοφόρω· у́зкое \место τό ἀδύνατο σημείο· пустое \место (о человеке) σάν νά μήν ὑπάρχει· к \местоу στήν κατάλληλη στιγμή· говорить не к \местоу μιλώ ἄστοχα· \местоами ἐδῶ κι· ἐκεϊ· здесь не \место говорить об э́том δέν εἶναι τόπος ἐδῶ νά μιλάμε γι ' αὐτό· ни с \местоа! ὁδτε Ρήμα, μή κουνηθείς!· власть на \местоах ἡ τοπική ἐξουσία, οἱ ντόπιες ἀρχές.

    Русско-новогреческий словарь > место

  • 6 тяжесть

    тяжест||ь
    ж
    1. фаз· τό βάρος, ἡ βαρύτητα, ἡ βαρύτης:
    сила \тяжестьи ἡ δύναμη τής βαρύτητας·
    2. (груз) τό βάρος, τό φορτίο[ν], ὁ φόρτος:
    перевозка \тяжестьей ἡ μεταφορά φορτίων центр \тяжестьи τό κέντρο τοῦ βάρους·
    3. перен τό βάρος, τό ἄχθος, ἡ σοβαρότητα:
    у меня на душе какая-то \тяжесть ἔχω κάποιο βάρος στήν καρδιά· \тяжесть забот τό βάρος τῶν φροντίδων \тяжесть преступления ἡ σοβαρότητα τοῦ ἐγκλήματος.

    Русско-новогреческий словарь > тяжесть

  • 7 след

    след
    м
    1. (отпечаток) τό Ιχνος, τό ἀποτύπωμα/ ἡ πατημασιά (тк. нога):
    идти по \следа́м βαδίζω στά ϊχνη, παρακολουθώ κατά πόδας, πέρνω στό κατόπι· обнаружить чьй-л, \следы ἀνακαλύπτω τά Ιχνη κάποιου·
    2. (остаток или признак чего-л.) τό Ιχνος:
    \следы ожо́га σημάδι ἀπό ἐγκαυμα· \следы преступления τά Ιχνη τοῦ ἐγκλήματος·
    3. перен ἡ συνέπεια:
    оставить неизгладимый \след ἀφήνω ἀνεξίτηλο Ιχνος· ◊ заметать \следы ἐξαφανίζω τά ίχνη· идти по горячим \следам πηγαίνω στά φρέσκα ἰχνη· его и \след простыл разг ἐγινε ἄφαντος.

    Русско-новогреческий словарь > след

  • 8 состав

    состав
    м
    1. ἡ σύνθεση [-τς], ἡ σύσταση[-ις]·
    2. (коллектив людей) τό προσω-πικό[ν], τό σώμα:
    преподавательский \состав τό διδακτικό[ν] προσωπικό[ν]· \состав исполнителей театр. ὁ ἰ ἐκτελεστές· офицерский \состав· τό σώμα τῶν ἀξιωματικών словарный \состав языка τό λεξιλόγιο τής γλώσσας· войти в \состав делегации μπαίνω στήν αντιπροσωπεία· в полном \составе ἐν πλήρει ἀπαρτία·
    3. ж.-д. (о поезде) ἡ ἀμαξοστοιχία, ὁ συρμός· ◊ \состав преступления юр. τό σώμα τοῦ ἐγκλήματος.

    Русско-новогреческий словарь > состав

  • 9 мерзость

    θ.
    μυσαρότητα, σιχαμερότητα• βδελυρότητα, αποτροπιαστικότητα•

    мерзость преступления αποτροπιαστικότητα του εγκλήματος;

    Большой русско-греческий словарь > мерзость

  • 10 отыскать

    отыщу, отыщешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отысканный, βρ: -отыскатькан
    -а, -о
    ρ.σ.μ.
    βρίσκω αναζητώντας• ψάχνω, ερευνώ, αναζητώ•

    потерянные вещи ψάχνω να βρω τα χαμένα πράγματα•

    отыскать виновников преступления αναζητώ τους ένοχους του εγκλήματος•

    я -ал мой ко-шелок ψάχνοντας βρήκα το πορτοφόλι μου.

    βρίσκομαι•

    украденные вещи -лись τα κλεμμένα πράγματα βρέθηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > отыскать

  • 11 повторность

    θ.
    επανάλειψη, δευτέρωση, -μα•

    повторность преступления επανάλειψη του εγκλήματος.

    Большой русско-греческий словарь > повторность

  • 12 предумышленность

    θ.
    προμελέτη•

    предумышленность преступления η προμελέτη του εγκλήματος.

    Большой русско-греческий словарь > предумышленность

  • 13 скрытие

    ουδ.
    κάλυψη, κρύψιμο• απόκρυψη•

    скрытие преступления κάλυψη του εγκλήματος.

    Большой русско-греческий словарь > скрытие

  • 14 совершение

    ουδ.
    εκτέλεση-
    επιτέλεση, διάπραξη• πραγματοποίηση•

    совершение брака η τέλεση του γάμου•

    совершение преступления διάπραξη εγκλήματος•

    совершение сделки συνομολόγηση συμφωνίας.

    Большой русско-греческий словарь > совершение

  • 15 совершитель

    α. (γραπ. λόγος) ο εκτελεστής, αυτός που επιτέλεσε (έκαμε)•

    совершитель подвига αυτός που έκαμε το κατόρθωμα.

    || δράστης, αυτουργός•

    совершитель преступления ο δράστης του εγκλήματος.

    Большой русско-греческий словарь > совершитель

  • 16 состав

    α.
    1. το σύνολο•

    состав словарный состав языка το λεξιλόγιο μιας γλώσσας, ο θησαυρός λέξεων μιας γλώσσας.

    || (χημ.) η σύνθεση, τα συστατικά. || ενώσεις, μείγμα, διάλυμα.
    2. το προσωπικό• το σώμα•

    преподавательский состав το διδακτικό προσωπικό•

    офицерский состав το σώμα αξιωματικών•

    командный состав οι διοικητές•

    руководящий состав οι καθοδηγητές•

    лтный состав οι αεροπόροι.

    3. αμαξοστοιχία, συρμός•

    пассажирский состав επιβατική αμαξοστοιχία.

    || σώμα ανθρώπου.
    εκφρ.
    в -е – σε σύνολο, σε αριθμό, σε ποσότητα•
    президиум в -е семи человек – προεδρείο από εφτά άτομα•
    в полном - – θ σε πλήρη απαρτία•
    состав преступления – το σώμα του εγκλήματος.

    Большой русско-греческий словарь > состав

  • 17 умышленность

    θ.
    σκοπιμότητα• προμελέτη•

    умышленность преступления η σκοπιμότητα του εγκλήματος.

    Большой русско-греческий словарь > умышленность

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»